άμορος

άμορος
(I)
ἄμορος, -ον (Α) [μόρος]
1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.)
2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.).
————————
(II)
-η, -ον
1. άφαντος «έγινεν άμορος»
2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το
το ποντίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας
συνδέεται πιθ. με το άμοιρος].
————————
(III)
-η, -ο [αμορίλα]
1. τεμπέλης, φυγόπονος, ακαμάτης
2. ανίκανος, ανάξιος
«άμορος άνθρωπος, τί περιμένεις»
3. κακός, ελαττωματικός, άγονος (για χωράφι)
«άμορο χούι» κακή συνήθεια
4. άτυχος, κακορίζικος «Στον άμορο τον τόπο το Μάη μήνα χιόνιζε»
5. δυσοίωνος «τί ήρθαν οι πόστες άμορες και τα φερμάνια μαύρα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄμορος — unlucky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμορον — ἄμορος unlucky masc/fem acc sg ἄμορος unlucky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμοροι — ἄμορος unlucky masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”